- φόριμος
- φόριμοςfruitfulmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φόριμος — ίμη, ον, θηλ. και ος, ΜΑ το θηλ. ως ουσ. ἡ φορίμη είδος στυπτηρίας αρχ. 1. (για δέντρα και για τη γη) καρποφόρος, παραγωγικός 2. (κατά τον Ησύχ.) χρήσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φέρω + κατάλ. ιμος (πρβλ. γόν ιμος)] … Dictionary of Greek
φόριμον — φόριμος fruitful masc/fem acc sg φόριμος fruitful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορίμους — φόριμος fruitful masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορίμων — φόριμος fruitful masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτιφόριμος — ον, Α (δωρ. τ.) πρόσφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + φόριμος«γόνιμος» (< φέρω)] … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek